ειλικρίνεια

Grec modifier

Étymologie modifier

Du grec ancien εἰλικρίνεια, eilikríneia.

Nom commun modifier

Cas Singulier Pluriel
Nominatif η  ειλικρίνεια οι  ειλικρίνειες
Génitif της  ειλικρίνειας των  ειλικρινειών
Accusatif τη(ν)  ειλικρίνεια τις  ειλικρίνειες
Vocatif ειλικρίνεια ειλικρίνειες

ειλικρίνεια (ilikrínia) \i.li.ˈkɾi.ni.a\ féminin

  1. Franchise.
  2. Sincérité
    • Oρισμένες φορές το μόνο που ζητά ο λαός από τους πολιτικούς είναι λίγη ειλικρίνεια.

Dérivés modifier