Grec modifier

Étymologie modifier

Dérivé de εκβιάζω, ekviázo, avec le suffixe -μός, -mos.

Nom commun modifier

Cas Singulier Pluriel
Nominatif ο  εκβιασμός οι  εκβιασμοί
Génitif του  εκβιασμού των  εκβιασμών
Accusatif τον  εκβιασμό τους  εκβιασμούς
Vocatif εκβιασμέ εκβιασμοί

εκβιασμός \Prononciation ?\ masculin

  1. Chantage.