ελικόπτερο

Grec modifier

Étymologie modifier

Du français hélicoptère.

Nom commun modifier

Cas Singulier Pluriel
Nominatif το  ελικόπτερο τα  ελικόπτερα
Génitif του  ελικοπτέρου των  ελικοπτέρων
Accusatif το  ελικόπτερο τα  ελικόπτερα
Vocatif ελικόπτερο ελικόπτερα

ελικόπτερο \ɛ.li.ˈkɔp.tɛ.ɾɔ\ neutre

  1. (Transport) Hélicoptère.