Accueil
Au hasard
Se connecter
Configuration
Faire un don
À propos du Wiktionnaire
Licence
Rechercher
εξαντλητικός
Langue
Suivre
Modifier
Grec
modifier
Étymologie
modifier
→ voir
εξαντλώ
.
Adjectif
modifier
cas
singulier
masculin
féminin
neutre
nominatif
εξαντλητικ
ός
εξαντλητικ
ή
εξαντλητικ
ό
génitif
εξαντλητικ
ού
εξαντλητικ
ής
εξαντλητικ
ού
accusatif
εξαντλητικ
ό
εξαντλητικ
ή
εξαντλητικ
ό
vocatif
εξαντλητικ
έ
εξαντλητικ
ή
εξαντλητικ
ό
cas
pluriel
masculin
féminin
neutre
nominatif
εξαντλητικ
οί
εξαντλητικ
ές
εξαντλητικ
ά
génitif
εξαντλητικ
ών
εξαντλητικ
ών
εξαντλητικ
ών
accusatif
εξαντλητικ
ούς
εξαντλητικ
ές
εξαντλητικ
ά
vocatif
εξαντλητικ
οί
εξαντλητικ
ές
εξαντλητικ
ά
εξαντλητικός
(exandlitikós)
\ɛk.san.dli.ti.ˈkɔs\
Exhaustif
.