εξομολογητήριο

Grec modifier

Étymologie modifier

Du grec ancien ἐξομολογητήριον, exomologêtếrion.

Nom commun modifier

Cas Singulier Pluriel
Nominatif το  εξομολογητήριο τα  εξομολογητήρια
Génitif του  εξομολογητηρίου των  εξομολογητηρίων
Accusatif το  εξομολογητήριο τα  εξομολογητήρια
Vocatif εξομολογητήριο εξομολογητήρια
 
Ένα εξομολογητήριο.

εξομολογητήριο (exomoloyitírio) \ɛ.ksɔ.mɔ.lɔ.ʝi.ˈti.ɾi.ɔ\ neutre

  1. (Religion) Confessionnal.