επεισόδιο
Étymologie
modifier- Du grec ancien ἐπεισόδιον, epeisódion.
Nom commun
modifierCas | Singulier | Pluriel | ||
---|---|---|---|---|
Nominatif | το | επεισόδιο | τα | επεισόδια |
Génitif | του | επεισόδιου | των | επεισόδιων |
Accusatif | το | επεισόδιο | τα | επεισόδια |
Vocatif | επεισόδιο | επεισόδια |
επεισόδιο (episódhio) \ɛ.pi.ˈsɔ.ði.ɔ\ neutre
- Épisode.
ένα επεισόδιο του Β' Παγκοσμίου Πολέμου με ιδιαίτερη σημασία ήταν η απόπειρα δολοφονίας του Χίτλερ
δυο αυτοκίνητα τράκαραν κι έγινε επεισόδιο ανάμεσα στους οδηγούς
επεισόδια στο κέντρο της Αθήνας με συγκρούσεις διαδηλωτών και αστυνομίας
νέα επεισόδια της δημοφιλούς σειράς θα παρακολουθήσετε του χρόνου από το κανάλι μας, την ίδια πάντα ημέρα και ώρα
Dérivés
modifier