επιδείνωση
Étymologie
modifier- Mot dérivé de επιδεινώνω, epidínono (« aggraver »), avec le suffixe -ση, -si ; voir δεινός.
Nom commun
modifierCas | Singulier | Pluriel | ||
---|---|---|---|---|
Nominatif | η | επιδείνωση | οι | επιδεινώσεις |
Génitif | της | επιδείνωσης επιδεινώσεως |
των | επιδεινώσεων |
Accusatif | τη(ν) | επιδείνωση | τις | επιδεινώσεις |
Vocatif | επιδείνωση | επιδεινώσεις |
επιδείνωση, epidínosi \ɛ.pi.ˈði.nɔ.si\ féminin
- (Médecine) Aggravation.
- (Météorologie) Dégradation.