επιδείνωση

Étymologie

modifier
Mot dérivé de επιδεινώνω, epidínono (« aggraver »), avec le suffixe -ση, -si ; voir δεινός.

Nom commun

modifier
Cas Singulier Pluriel
Nominatif η  επιδείνωση οι  επιδεινώσεις
Génitif της  επιδείνωσης
επιδεινώσεως
των  επιδεινώσεων
Accusatif τη(ν)  επιδείνωση τις  επιδεινώσεις
Vocatif επιδείνωση επιδεινώσεις

επιδείνωση, epidínosi \ɛ.pi.ˈði.nɔ.si\ féminin

  1. (Médecine) Aggravation.
  2. (Météorologie) Dégradation.

Antonymes

modifier