Accueil
Au hasard
Se connecter
Configuration
Faire un don
À propos du Wiktionnaire
Licence
Rechercher
ευσεβής
Langue
Suivre
Modifier
Voir aussi
:
εὐσεβής
Sommaire
1
Grec
1.1
Étymologie
1.2
Adjectif
1.2.1
Dérivés
1.2.2
Synonymes
Grec
modifier
Étymologie
modifier
Du grec ancien
εὐσεβής
,
eusebếs
.
Adjectif
modifier
cas
singulier
masculin
féminin
neutre
nominatif
ευσεβ
ής
ευσεβ
ής
ευσεβ
ές
génitif
ευσεβ
ούς
ευσεβ
ούς
ευσεβ
ούς
accusatif
ευσεβ
ή
ευσεβ
ή
ευσεβ
ές
vocatif
ευσεβ
ή
ευσεβ
ής
ευσεβ
ές
cas
pluriel
masculin
féminin
neutre
nominatif
ευσεβ
είς
ευσεβ
είς
ευσεβ
ή
génitif
ευσεβ
ών
ευσεβ
ών
ευσεβ
ών
accusatif
ευσεβ
είς
ευσεβ
είς
ευσεβ
ή
vocatif
ευσεβ
είς
ευσεβ
είς
ευσεβ
ή
ευσεβής
(evsevís)
\ɛf.sɛ.ˈvis\
(
Religion
)
Pieux
.
Dérivés
modifier
ευσεβής πόθος
Synonymes
modifier
θρήσκος