ημισφαίριο

Grec modifier

Étymologie modifier

Du grec ancien ἡμισφαίριον, hêmisphaírion.

Nom commun modifier

Cas Singulier Pluriel
Nominatif το  ημισφαίριο τα  ημισφαίρια
Génitif του  ημισφαιρίου των  ημισφαιρίων
Accusatif το  ημισφαίριο τα  ημισφαίρια
Vocatif ημισφαίριο ημισφαίρια

ημισφαίριο (imisfério) neutre

  1. Hémisphère.