ικανοποίηση

Grec modifier

Étymologie modifier

Mot dérivé de ικανοποιώ, ikanopeo (« satisfaire »), avec le suffixe -ση, -si → voir ικανός et ποίηση.

Nom commun modifier

Cas Singulier Pluriel
Nominatif η  ικανοποίηση οι  ικανοποιήσεις
Génitif της  ικανοποίησης
ικανοποιήσεως
των  ικανοποιήσεων
Accusatif τη(ν)  ικανοποίηση τις  ικανοποιήσεις
Vocatif ικανοποίηση ικανοποιήσεις

ικανοποίηση, ikanopíisi \i.ka.nɔ.ˈpi.i.si\ féminin

  1. Satisfaction.

Références modifier

  • Λεξικό της κοινής νεοελληνικής, Fondation Manolis Triantafyllidis, 1998 (ικανοποίηση)