Étymologie

modifier
De καλός.

Nom commun

modifier
Cas Singulier Pluriel Duel
Nominatif τὸ κάλλος τὰ κάλλη τὼ κάλλει
Vocatif κάλλος κάλλη κάλλει
Accusatif τὸ κάλλος τὰ κάλλη τὼ κάλλει
Génitif τοῦ κάλλους τῶν καλλῶν τοῖν καλλοῖν
Datif τῷ κάλλει τοῖς κάλλεσι(ν) τοῖν καλλοῖν

κάλλος, kállos *\ˈka.lːos\ neutre

  1. Beauté, le beau.
  2. Beauté, personne très belle.

Références

modifier