καλλίπυγος

Grec modifier

Étymologie modifier

Du grec ancien.

Adjectif modifier

cas singulier
masculin féminin neutre
nominatif καλλίπυγος καλλίπυγη καλλίπυγο
génitif καλλίπυγου καλλίπυγης καλλίπυγου
accusatif καλλίπυγο καλλίπυγη καλλίπυγο
vocatif καλλίπυγε καλλίπυγη καλλίπυγο
cas pluriel
masculin féminin neutre
nominatif καλλίπυγοι καλλίπυγες καλλίπυγα
génitif καλλίπυγων καλλίπυγων καλλίπυγων
accusatif καλλίπυγους καλλίπυγες καλλίπυγα
vocatif καλλίπυγοι καλλίπυγες καλλίπυγα

καλλίπυγος (kallípigos) \ka.ˈli.pi.ɣɔs\

  1. Callipyge.

Grec ancien modifier

Étymologie modifier

 Composé de καλός, kalós (« beau, bon »), πυγή, pugḗ (« fesse ») et -ος, -os.

Adjectif modifier

cas singulier
masculin féminin neutre
nominatif καλλίπυγος καλλίπυγος καλλίπυγον
vocatif καλλίπυγε καλλίπυγε καλλίπυγον
accusatif καλλίπυγον καλλίπυγον καλλίπυγον
génitif καλλιπύγου καλλιπύγου καλλιπύγου
datif καλλιπύγ καλλιπύγ καλλιπύγ
cas duel
masculin féminin neutre
nominatif καλλιπύγω καλλιπύγω καλλιπύγω
vocatif καλλιπύγω καλλιπύγω καλλιπύγω
accusatif καλλιπύγω καλλιπύγω καλλιπύγω
génitif καλλιπύγοιν καλλιπύγοιν καλλιπύγοιν
datif καλλιπύγοιν καλλιπύγοιν καλλιπύγοιν
cas pluriel
masculin féminin neutre
nominatif καλλίπυγοι καλλίπυγοι καλλίπυγα
vocatif καλλίπυγοι καλλίπυγοι καλλίπυγα
accusatif καλλιπύγους καλλιπύγους καλλίπυγα
génitif καλλιπύγων καλλιπύγων καλλιπύγων
datif καλλιπύγοις καλλιπύγοις καλλιπύγοις

καλλίπυγος (kallípugos) *\kal.lí.pyː.ɡos\

  1. Callipyge.