κατάπληξη
Grec modifier
Étymologie modifier
- Du grec ancien κατάπληξις, kataplêxis (« étonnement, consternation »), de καταπλήσσω, kataplêssô (« étonner, stupéfier »).
Nom commun modifier
Cas | Singulier | Pluriel | ||
---|---|---|---|---|
Nominatif | η | κατάπληξη | οι | καταπλήξεις |
Génitif | της | κατάπληξης καταπλήξεως |
των | καταπλήξεων |
Accusatif | τη(ν) | κατάπληξη | τις | καταπλήξεις |
Vocatif | κατάπληξη | καταπλήξεις |
κατάπληξη, katáplixi \ka.ˈta.pli.ksi\ féminin