καταπολέμηση

Grec modifier

Étymologie modifier

Mot dérivé de καταπολεμώ, katapolemó (« combattre »), avec le suffixe -ση, -si.

Nom commun modifier

Cas Singulier Pluriel
Nominatif η  καταπολέμηση οι  καταπολεμήσεις
Génitif της  καταπολέμησης
καταπολεμήσεως
των  καταπολεμήσεων
Accusatif τη(ν)  καταπολέμηση τις  καταπολεμήσεις
Vocatif καταπολέμηση καταπολεμήσεις

καταπολέμηση, katapolémisi \Prononciation ?\ féminin

  1. Combat, bataille, lutte.
    • η καταπολέμηση της ανεργίας.
      la lutte contre le chômage.
    • η καταπολέμηση του καρκίνου.
      la lutte contre le cancer.

Références modifier

  • Λεξικό της κοινής νεοελληνικής, Fondation Manolis Triantafyllidis, 1998 (καταπολέμηση)