Étymologie

modifier
Du grec ancien κατηγορία, katêgoría.

Nom commun

modifier
Cas Singulier Pluriel
Nominatif η  κατηγορία οι  κατηγορίες
Génitif της  κατηγορίας των  κατηγοριών
Accusatif τη(ν)  κατηγορία τις  κατηγορίες
Vocatif κατηγορία κατηγορίες

κατηγορία (katigoría) \ka.ti.ɣɔ.ˈɾi.a\ féminin

  1. Catégorie.
  2. Accusation.