Grec modifier

Étymologie modifier

Du grec ancien κηδεμών, kêdemốn

Nom commun modifier

Cas Singulier Pluriel
Nominatif ο  κηδεμόνας οι  κηδεμόνες
Génitif του  κηδεμόνα των  κηδεμόνων
Accusatif τον  κηδεμόνα τους  κηδεμόνες
Vocatif κηδεμόνα κηδεμόνες
Cas Singulier Pluriel
Nominatif η  κηδεμόνας οι  κηδεμόνες
Génitif της  κηδεμόνα των  κηδεμόνων
Accusatif τη(ν)  κηδεμόνα τις  κηδεμόνες
Vocatif κηδεμόνα κηδεμόνες

κηδεμόνας (kidhemónas) \ci.ðɛ.ˈmɔ.nas\ masculin et féminin identiques

  1. Tuteur.