κλωνοποίηση
Étymologie
modifierNom commun
modifierCas | Singulier | Pluriel | ||
---|---|---|---|---|
Nominatif | η | κλωνοποίηση | οι | κλωνοποιήσεις |
Génitif | της | κλωνοποίησης κλωνοποιήσεως |
των | κλωνοποιήσεων |
Accusatif | τη(ν) | κλωνοποίηση | τις | κλωνοποιήσεις |
Vocatif | κλωνοποίηση | κλωνοποιήσεις |
κλωνοποίηση, klonopíisi \klɔ.nɔ.ˈpi.i.si\ féminin
- Clonage.
- Exemple d’utilisation manquant. (Ajouter)
Références
modifier- Λεξικό της κοινής νεοελληνικής, Fondation Manolis Triantafyllidis, 1998 (κλωνοποίηση)