κρεβατοκάμαρα

Grec modifier

Étymologie modifier

 Composé de κρεβάτι et de κάμαρα.

Nom commun modifier

Cas Singulier Pluriel
Nominatif η  κρεβατοκάμαρα οι  κρεβατοκάμαρες
Génitif της  κρεβατοκάμαρας των  κρεβατοκαμαρών
Accusatif τη(ν)  κρεβατοκάμαρα τις  κρεβατοκάμαρες
Vocatif κρεβατοκάμαρα κρεβατοκάμαρες

κρεβατοκάμαρα (krevatokámara) \kɾɛ.va.tɔ.ˈka.ma.ɾa\ féminin

  1. Chambre à coucher.

Synonymes modifier