κυματοθραύστης

Grec modifier

Nom commun modifier

Cas Singulier Pluriel
Nominatif ο  κυματοθραύστης οι  κυματοθραύστες
Génitif του  κυματοθραύστη των  κυματοθραυστών
Accusatif τον  κυματοθραύστη τους  κυματοθραύστες
Vocatif κυματοθραύστη κυματοθραύστες

κυματοθραύστης (kimatothrávstis) \ci.ma.to.ˈθɾaf.stis\ masculin

  1. Brise-lames, digue.