Grec ancien modifier

Nom commun modifier

Cas Singulier Pluriel Duel
Nominatif μάτηρ αἱ ματέρες τὼ ματέρε
Vocatif μᾶτερ ματέρες ματέρε
Accusatif τὴν ματέρα τὰς ματέρας τὼ ματέρε
Génitif τῆς ματρός τῶν ματέρων τοῖν ματέροιν
Datif τῇ ματρί ταῖς ματράσι(ν) τοῖν ματέροιν

μάτηρ, mátēr *\mǎː.tɛːr\ féminin

  1. Forme dorienne de μήτηρ.