μετάφραση
Étymologie
modifier- Du grec ancien μετάφρασις, metáphrasis.
Nom commun
modifierCas | Singulier | Pluriel | ||
---|---|---|---|---|
Nominatif | η | μετάφραση | οι | μεταφράσεις |
Génitif | της | μετάφρασης μεταφράσεως |
των | μεταφράσεων |
Accusatif | τη(ν) | μετάφραση | τις | μεταφράσεις |
Vocatif | μετάφραση | μεταφράσεις |
μετάφραση (metáfrasi) \mɛ.ˈta.fɾa.si\ féminin