Grec modifier

Étymologie modifier

Du grec ancien μετάφρασις, metáphrasis.

Nom commun modifier

Cas Singulier Pluriel
Nominatif η  μετάφραση οι  μεταφράσεις
Génitif της  μετάφρασης
μεταφράσεως
των  μεταφράσεων
Accusatif τη(ν)  μετάφραση τις  μεταφράσεις
Vocatif μετάφραση μεταφράσεις

μετάφραση (metáfrasi) \mɛ.ˈta.fɾa.si\ féminin

  1. Traduction.