μεταφράστρια

Grec modifier

Étymologie modifier

Forme féminine de μεταφραστής, de μεταφράζω (traduire), avec le suffixe -τρια.

Nom commun modifier

Cas Singulier Pluriel
Nominatif η  μεταφράστρια οι  μεταφράστριες
Génitif της  μεταφράστριας των  μεταφραστριών
Accusatif τη(ν)  μεταφράστρια τις  μεταφράστριες
Vocatif μεταφράστρια μεταφράστριες

μεταφράστρια, metafrástria \Prononciation ?\ féminin (pour un homme, on dit : μεταφραστής)

  1. Traductrice.