μηχανοστάσιο

Grec modifier

Étymologie modifier

Dérivé du préfixe μηχανο-, avec le suffixe -στάσιο.

Nom commun modifier

Cas Singulier Pluriel
Nominatif το  μηχανοστάσιο τα  μηχανοστάσια
Génitif του  μηχανοστασίου των  μηχανοστασίων
Accusatif το  μηχανοστάσιο τα  μηχανοστάσια
Vocatif μηχανοστάσιο μηχανοστάσια

μηχανοστάσιο (mikhanostásio) \mi.xa.nɔ.ˈsta.si.ɔ\ neutre

  1. Machinerie.