μηχανο-
Grec modifier
Étymologie modifier
- → voir μηχανή.
Préfixe modifier
μηχανο- (mikhano-) \mi.xa.nɔ\
Dérivés modifier
- μηχανέλαιο
- μηχανόβιος
- μηχανογράφηση
- μηχανογραφία
- μηχανογραφικός
- μηχανογράφος
- μηχανογραφώ
- μηχανοδηγός
- μηχανοθεραπεία
- μηχανοθεραπευτής
- μηχανοκάικο
- μηχανοκίνητος
- μηχανοκρατία
- μηχανοκρατικός
- μηχανολογία
- μηχανολογικός
- μηχανολόγος
- μηχανοπέδη
- μηχανοποίηση
- μηχανοποίητος
- μηχανοποιώ
- μηχανοργάνωση
- μηχανορραφία
- μηχανορράφος
- μηχανορραφώ
- μηχανοστάσιο
- μηχανοτεχνίτης
- μηχανότρατα
- μηχανουργείο
- μηχανουργία
- μηχανουργικός
- μηχανουργός