Grec modifier

Nom commun modifier

Cas Singulier Pluriel
Nominatif ο  μπρούτζος οι  μπρούτζοι
Génitif του  μπρούτζου των  μπρούτζων
Accusatif τον  μπρούτζο τους  μπρούτζους
Vocatif μπρούτζε μπρούτζοι

μπρούτζος (brútzos) \ˈbru.ʣɔs\ masculin

  1. (Métallurgie) Variante de μπρούντζος.