οικοδεσπότης

Étymologie

modifier
Du grec ancien οἰκοδεσπότης, oikodespotês (« maitre de maison »).

Nom commun

modifier
Cas Singulier Pluriel
Nominatif ο  οικοδεσπότης οι  οικοδεσπότες
Génitif του  οικοδεσπότη των  οικοδεσποτών
Accusatif τον  οικοδεσπότη τους  οικοδεσπότες
Vocatif οικοδεσπότη οικοδεσπότες

οικοδεσπότης, ikodhespótis \i.kɔ.ðɛ.ˈspɔ.tis\ masculin (pour une femme, on dit : οικοδέσποινα)

  1. Hôte, celui qui donne l’hospitalité.