ονομαστικός
Grec modifier
Étymologie modifier
- Du grec ancien ὀνομαστικός, onomastikos (« nominatif »).
Adjectif modifier
ονομαστικός, onomastikos \Prononciation ?\
- (Finance) Nominal.
- η ονομαστική τιμή των εμπορευμάτων μπορεί να έχει αυξηθεί, αλλά η πραγματική του αξία να έχει αποπληθωριστεί διαχρονικά με έτος βάσης του 2005
- (Droit) Nominatif.
- ο μάρτυρας υπέδειξε τον υπαίτιο του εγκλήματος ονομαστικά.
Dérivés modifier
Références modifier
- Λεξικό της κοινής νεοελληνικής, Fondation Manolis Triantafyllidis, 1998 (ονομαστικός)