οπισθοχώρηση

Grec modifier

Étymologie modifier

Mot dérivé de οπισθοχωρώ, opisthokhoró, avec le suffixe -ση, -si.

Nom commun modifier

Cas Singulier Pluriel
Nominatif η  οπισθοχώρηση οι  οπισθοχωρήσεις
Génitif της  οπισθοχώρησης
οπισθοχωρήσεως
των  οπισθοχωρήσεων
Accusatif τη(ν)  οπισθοχώρηση τις  οπισθοχωρήσεις
Vocatif οπισθοχώρηση οπισθοχωρήσεις

οπισθοχώρηση, opisthokhórisi \Prononciation ?\ féminin

  1. Action de se retirer de ses positions, retraite.

Apparentés étymologiques modifier

Références modifier

  • Λεξικό της κοινής νεοελληνικής, Fondation Manolis Triantafyllidis, 1998 (οπισθοχώρηση)