Grec modifier

Nom commun modifier

Cas Singulier Pluriel
Nominatif η  ορατότητα οι  ορατότητες
Génitif της  ορατότητας των  ορατοτήτων
Accusatif τη(ν)  ορατότητα τις  ορατότητες
Vocatif ορατότητα ορατότητες

ορατότητα (oratótita) \ɔ.ɾa.ˈtɔ.ti.ta\ féminin

  1. Visibilité.

Variantes modifier