παραγωγικότητα

Grec modifier

Étymologie modifier

Dérivé de παραγωγικός, avec le suffixe -ότητα.

Nom commun modifier

Cas Singulier Pluriel
Nominatif η  παραγωγικότητα οι  παραγωγικότητες
Génitif της  παραγωγικότητας των  παραγωγικοτήτων
Accusatif τη(ν)  παραγωγικότητα τις  παραγωγικότητες
Vocatif παραγωγικότητα παραγωγικότητες

παραγωγικότητα, paragoyikótita \Prononciation ?\ féminin

  1. Productivité.

Références modifier