παρθένος
Étymologie
modifier- Du grec ancien παρθένος, parthénos.
Adjectif
modifierπαρθένος, parthénos \paɾˈθe.nos\
- Vierge.
Ένα παρθένο δάσος.
- Une forêt vierge.
Nom commun
modifierCas | Singulier | Pluriel | ||
---|---|---|---|---|
Nominatif | η | παρθένος | οι | παρθένοι |
Génitif | της | παρθένου | των | παρθένων |
Accusatif | τη(ν) | παρθένο | τις | παρθένους |
Vocatif | παρθένο | παρθένοι |
παρθένος, parthénos \paɾˈθe.nos\ féminin
Variantes
modifierDérivés
modifier- απάρθενος
- παρθενιά (« virginité »)
- παρθενογένεση (« parthénogénèse, parthénogenèse »)
- Παρθένος (« Vierge »)
Étymologie
modifier- Étymologie manquante ou incomplète. Si vous la connaissez, vous pouvez l’ajouter en cliquant ici.
Adjectif
modifierπαρθένος, parthénos
- Vierge.
- Exemple d’utilisation manquant. (Ajouter)
Nom commun
modifierCas | Singulier | Pluriel | Duel | |||
---|---|---|---|---|---|---|
Nominatif | ἡ | παρθένος | αἱ | παρθένοι | τὼ | παρθένω |
Vocatif | παρθένε | παρθένοι | παρθένω | |||
Accusatif | τὴν | παρθένον | τὰς | παρθένους | τὼ | παρθένω |
Génitif | τῆς | παρθένου | τῶν | παρθένων | τοῖν | παρθένοιν |
Datif | τῇ | παρθένῳ | ταῖς | παρθένοις | τοῖν | παρθένοιν |
παρθένος, parthénos féminin
- Vierge, jeune fille, fille, jeune femme non mariée.
- La Vierge, surnom d’Athéna.
- La Vierge, constellation.
Variantes
modifier- παρσένος (Laconien)
Synonymes
modifierDérivés
modifier- παρθενεία, παρθενία (« virginité »)
- παρθένεια
- παρθένειος (« virginal »)
- παρθένευμα
- παρθένευσις
- παρθενεύω (« devenir jeune fille »)
- παρθενεών
- παρθένη
- παρθένην
- παρθένια
- Παρθενιανός
- παρθενίας (« fils de concubine »)
- παρθενική
- παρθενικός, παρθένιος (« de vierge »)
- παρθένιον (Pyrethrum parthenium)
- παρθενίς
- παρθενισκάριον
- παρθενοκόμος
- παρθενοκτονία
- παρθενοκτονία
- παρθενοκτόνος
- Παρθενόπη (« Parthénope »)
- παρθενοπίπης
- παρθενόσφαγος
- παρθενοτροφέω
- παρθενοτροφητέον
- παρθενόχρως
- παρθενώδης
- παρθενών (« appartements des jeunes filles »)
- παρθενωπός
- ψευδοπάρθενος
Prononciation
modifier- *\par.tʰé.nos\ (Attique (Ve siècle av. J.-C.))
- *\parˈtʰɛ.nos\ (Koinè, Égypte (Ier siècle))
- *\parˈθe.nos\ (Koinè (IVe siècle))
- *\parˈθe.nos\ (Byzance (Xe siècle))
- *\parˈθe.nos\ (Constantinople (XVe siècle))
Références
modifier- Anatole Bailly, Abrégé du dictionnaire grec-français, Hachette, 1901 → consulter cet ouvrage
- Julius Pokorny, Indogermanisches etymologisches Wörterbuch, 1959 → consulter cet ouvrage