Voir aussi : παρθενία

Étymologie

modifier
Du grec ancien παρθενία, parthenía (« virginité »).

Nom commun

modifier
Cas Singulier Pluriel
Nominatif η  παρθενιά οι  παρθενιές
Génitif της  παρθενιάς των  παρθενιών
Accusatif τη(ν)  παρθενιά τις  παρθενιές
Vocatif παρθενιά παρθενιές

παρθενιά (partheniá) \paɾ.θɛ.ni.ˈa\ féminin

  1. Pucelage, virginité.

Variantes

modifier

Dérivés

modifier

Références

modifier
  • Λεξικό της κοινής νεοελληνικής, Fondation Manolis Triantafyllidis, 1998 (παρθενιά)