Étymologie

modifier
Mot dérivé de περιζώννυμι, perizônnumi (« ceindre autour »), avec le suffixe -μα, -ma ; voir ζώνη, zốnê (« ceinture »).

Nom commun

modifier
Cas Singulier Pluriel Duel
Nominatif τὸ περίζωμα τὰ περίζωματα τὼ περίζωματε
Vocatif περίζωμα περίζωματα περίζωματε
Accusatif τὸ περίζωμα τὰ περίζωματα τὼ περίζωματε
Génitif τοῦ περίζωματος τῶν περιζωμάτων τοῖν περιζωμάτοιν
Datif τῷ περίζωματι τοῖς περίζωμασι(ν) τοῖν περιζωμάτοιν

περίζωμα, perízôma *\pe.ˈri.zdɔː.ma\ neutre

  1. (Habillement) Ceinture, tablier.

Dérivés dans d’autres langues

modifier

Références

modifier