ποίηση
Grec modifier
Étymologie modifier
- Du grec ancien ποίησις, poíêsis.
Nom commun modifier
Cas | Singulier | Pluriel | ||
---|---|---|---|---|
Nominatif | η | ποίηση | οι | ποιήσεις |
Génitif | της | ποίησης ποιήσεως |
των | ποιήσεων |
Accusatif | τη(ν) | ποίηση | τις | ποιήσεις |
Vocatif | ποίηση | ποιήσεις |
ποίηση (píisi) \ˈpi.i.si\ féminin
- Poésie.
- Η λυρική ποίηση.
- La poésie lyrique.
- Εις σε προστρέχω Τέχνη της Ποιήσεως, / Που κάπως ξέρεις από φάρμακα· — (K.P. Kavafis, Μελαγχολία του Ιάσωνος Κλεάνδρου· ποιητού εν Κομμαγηνή· 595 μ.Χ.)