πολεμίστρια

Grec modifier

Étymologie modifier

Dérivé de πολεμιστής, avec le suffixe -τρια.

Nom commun modifier

Cas Singulier Pluriel
Nominatif η  πολεμίστρια οι  πολεμίστριες
Génitif της  πολεμίστριας των  πολεμιστριών
Accusatif τη(ν)  πολεμίστρια τις  πολεμίστριες
Vocatif πολεμίστρια πολεμίστριες

πολεμίστρια (polemístria) \pɔ.lɛ.ˈmis.tɾi.a\ féminin

  1. Guerrière.