πραγματικότητα
Grec modifier
Étymologie modifier
- Dérivé de πραγματικός, avec le suffixe -ότητα.
Nom commun modifier
Cas | Singulier | Pluriel | ||
---|---|---|---|---|
Nominatif | η | πραγματικότητα | οι | πραγματικότητες |
Génitif | της | πραγματικότητας | των | πραγματικοτήτων |
Accusatif | τη(ν) | πραγματικότητα | τις | πραγματικότητες |
Vocatif | πραγματικότητα | πραγματικότητες |
πραγματικότητα \pɾaɣ.ma.ti.ˈkɔ.ti.ta\ féminin