προφυλακτικό

Étymologie

modifier
De προφυλακτικός (« prophylactique »).

Nom commun

modifier
Cas Singulier Pluriel
Nominatif το  προφυλακτικό τα  προφυλακτικά
Génitif του  προφυλακτικού των  προφυλακτικών
Accusatif το  προφυλακτικό τα  προφυλακτικά
Vocatif προφυλακτικό προφυλακτικά

προφυλακτικό, profilaktikó \Prononciation ?\ neutre

  1. Préservatif.

Forme d’adjectif

modifier

προφυλακτικό \Prononciation ?\

  1. Accusatif masculin singulier de προφυλακτικός.
  2. Nominatif neutre singulier de προφυλακτικός.
  3. Accusatif neutre singulier de προφυλακτικός.
  4. Vocatif neutre singulier de προφυλακτικός.