προφυλακτικό
Étymologie
modifier- De προφυλακτικός (« prophylactique »).
Nom commun
modifierCas | Singulier | Pluriel | ||
---|---|---|---|---|
Nominatif | το | προφυλακτικό | τα | προφυλακτικά |
Génitif | του | προφυλακτικού | των | προφυλακτικών |
Accusatif | το | προφυλακτικό | τα | προφυλακτικά |
Vocatif | προφυλακτικό | προφυλακτικά |
προφυλακτικό, profilaktikó \Prononciation ?\ neutre
- Préservatif.
- Exemple d’utilisation manquant. (Ajouter)
Forme d’adjectif
modifierπροφυλακτικό \Prononciation ?\
- Accusatif masculin singulier de προφυλακτικός.
- Nominatif neutre singulier de προφυλακτικός.
- Accusatif neutre singulier de προφυλακτικός.
- Vocatif neutre singulier de προφυλακτικός.