Grec ancien modifier

Nom commun modifier

Cas Singulier Pluriel Duel
Nominatif πτόλεμος οἱ πτόλεμοι τὼ πτολέμω
Vocatif πτόλεμε πτόλεμοι πτολέμω
Accusatif τὸν πτόλεμον τοὺς πτολέμους τὼ πτολέμω
Génitif τοῦ πτολέμου τῶν πτολέμων τοῖν πτολέμοιν
Datif τῷ πτολέμ τοῖς πτολέμοις τοῖν πτολέμοιν

πτόλεμος, ptólemos *\ˈpto.le.mos\ masculin

  1. Forme homérique de πόλεμος.

Références modifier