πυροβολισμός

Étymologie

modifier
Dérivé de πυροβόλο, avec le suffixe -ισμός.

Nom commun

modifier
Cas Singulier Pluriel
Nominatif ο  πυροβολισμός οι  πυροβολισμοί
Génitif του  πυροβολισμού των  πυροβολισμών
Accusatif τον  πυροβολισμό τους  πυροβολισμούς
Vocatif πυροβολισμέ πυροβολισμοί

πυροβολισμός (pirovolizmós) \Prononciation ?\ masculin

  1. Tir d’arme à feu, coup de feu.