σαββατοκύριακο
Grec modifier
Étymologie modifier
Nom commun modifier
Cas | Singulier | Pluriel | ||
---|---|---|---|---|
Nominatif | το | σαββατοκύριακο | τα | σαββατοκύριακα |
Génitif | του | σαββατοκύριακου | των | σαββατοκύριακων |
Accusatif | το | σαββατοκύριακο | τα | σαββατοκύριακα |
Vocatif | σαββατοκύριακο | σαββατοκύριακα |
σαββατοκύριακο (savvatokíriako) \sa.va.tɔ.ˈci.ɾʝa.kɔ\ neutre
- Week-end.
- Το σαββατοκύριακο θα πάμε στην εξοχή.