σαββατοκύριακο

Grec modifier

Étymologie modifier

 Composé de Σάββατο et de Κυριακή.

Nom commun modifier

Cas Singulier Pluriel
Nominatif το  σαββατοκύριακο τα  σαββατοκύριακα
Génitif του  σαββατοκύριακου των  σαββατοκύριακων
Accusatif το  σαββατοκύριακο τα  σαββατοκύριακα
Vocatif σαββατοκύριακο σαββατοκύριακα

σαββατοκύριακο (savvatokíriako) \sa.va.tɔ.ˈci.ɾʝa.kɔ\ neutre

  1. Week-end.
    • Το σαββατοκύριακο θα πάμε στην εξοχή.