σκηνοθεσία

Étymologie

modifier
Voir σκηνοθέτης metteur en scène »).

Nom commun

modifier
Cas Singulier Pluriel
Nominatif η  σκηνοθεσία οι  σκηνοθεσίες
Génitif της  σκηνοθεσίας των  σκηνοθεσιών
Accusatif τη(ν)  σκηνοθεσία τις  σκηνοθεσίες
Vocatif σκηνοθεσία σκηνοθεσίες

σκηνοθεσία, skinothesía \Prononciation ?\ féminin

  1. (Théâtre) Mise en scène.

Références

modifier
  • Λεξικό της κοινής νεοελληνικής, Fondation Manolis Triantafyllidis, 1998 (σκηνοθεσία)