Étymologie

modifier
Du grec ancien σκορπίος, skorpíos.

Nom commun

modifier
Cas Singulier Pluriel
Nominatif ο  σκορπιός οι  σκορπιοί
Génitif του  σκορπιού των  σκορπιών
Accusatif τον  σκορπιό τους  σκορπιούς
Vocatif σκορπιέ σκορπιοί

σκορπιός (skorpiós) \skɔɾ.ˈpçiɔs\ masculin

  1. (Zoologie) Scorpion.

Références

modifier
  • Λεξικό της κοινής νεοελληνικής, Fondation Manolis Triantafyllidis, 1998 (σκορπιός)