Étymologie

modifier
Déverbal de στέγω.

Nom commun

modifier
Cas Singulier Pluriel Duel
Nominatif τὸ στέγος τὰ στέγη τὼ στέγει
Vocatif στέγος στέγη στέγει
Accusatif τὸ στέγος τὰ στέγη τὼ στέγει
Génitif τοῦ στέγους τῶν στεγῶν τοῖν στεγοῖν
Datif τῷ στέγει τοῖς στέγεσι(ν) τοῖν στεγοῖν

στέγος, stégos *\ˈste.ɡos\ neutre

  1. Abri
  2. Toit.
  3. Maison.
  4. Tombeau.
  5. Urne funéraire.

Apparentés étymologiques

modifier

Références

modifier