Étymologie

modifier
De ἵστημι avec le suffixe -μα → voir Stamm en allemand, stem en anglais.

Nom commun

modifier
Cas Singulier Pluriel Duel
Nominatif τὸ στῆμα τὰ στήματα τὼ στήματε
Vocatif στῆμα στήματα στήματε
Accusatif τὸ στῆμα τὰ στήματα τὼ στήματε
Génitif τοῦ στήματος τῶν στημάτων τοῖν στημάτοιν
Datif τῷ στήματι τοῖς στήμασι(ν) τοῖν στημάτοιν

στῆμα, stễma *\ˈstɛːˌ.ma\ neutre

  1. Pièce debout, bouton, support.
  2. Pénis.

Références

modifier