Grec ancien modifier

Nom commun modifier

Cas Singulier Pluriel Duel
Nominatif συγάτηρ αἱ συγατέρες τὼ συγατέρε
Vocatif σύγατερ συγατέρες συγατέρε
Accusatif τὴν συγατέρᾰ τὰς συγατέρᾰς τὼ συγατέρε
Génitif τῆς συγατρός τῶν συγατέρων τοῖν συγατέροιν
Datif τῇ συγατέρῐ ταῖς συγατρί(ν) τοῖν συγατέροιν

συγάτηρ, sugátêr *\sy.ˈɡa.tɛːr\ féminin

  1. Forme dorienne de θυγάτηρ.

Références modifier