τριαντάφυλλο
Grec Modifier
Étymologie Modifier
- Composé de τριάντα, triánta (« trente ») et de φύλλο, fyllo (« feuille ») ; le grec ancien avait ἑκατόφυλλον, ekatophullon (« rose à cent pétales ») qui donne εκατόφυλλο.
Nom commun Modifier
Cas | Singulier | Pluriel | ||
---|---|---|---|---|
Nominatif | το | τριαντάφυλλο | τα | τριαντάφυλλα |
Génitif | του | τριαντάφυλλου | των | τριαντάφυλλων |
Accusatif | το | τριαντάφυλλο | τα | τριαντάφυλλα |
Vocatif | τριαντάφυλλο | τριαντάφυλλα |
τριαντάφυλλο, triandáfyllo \tɾi.an.ˈda.fi.lɔ\ neutre
- (Botanique) Rose.
Synonymes Modifier
Dérivés Modifier
- τριανταφυλλάκι
- τριανταφυλλένιος
- τριανταφυλλής
- τριανταφυλλί
- τριανταφυλλιά
- τριανταφυλλόνερο
- τριανταφυλλόξιδο
Références Modifier
- Λεξικό της κοινής νεοελληνικής, Fondation Manolis Triantafyllidis, 1998 (τριαντάφυλλο)