Étymologie

modifier
De χαμαί, khamaí  à terre ») et λέων, léôn  lion »).

Nom commun

modifier
Cas Singulier Pluriel Duel
Nominatif χαμαιλέων οἱ χαμαιλέοντες τὼ χαμαιλέοντε
Vocatif χαμαιλέων χαμαιλέοντες χαμαιλέοντε
Accusatif τὸν χαμαιλέοντα τοὺς χαμαιλέοντας τὼ χαμαιλέοντε
Génitif τοῦ χαμαιλέοντος τῶν χαμαιλεόντων τοῖν χαμαιλεόντοιν
Datif τῷ χαμαιλέοντι τοῖς χαμαιλέουσι(ν) τοῖν χαμαιλεόντοιν
Χαμαιλέων.

χαμαιλέων, khamailéôn *\kʰa.mai̯.lé.ɔːn\ masculin

  1. (Zoologie) Caméléon.

Références

modifier