χειροφίλημα

Grec modifier

Étymologie modifier

De χέρι (main) et φίλημα (baiser).

Nom commun modifier

Cas Singulier Pluriel
Nominatif το  χειροφίλημα τα  χειροφιλήματα
Génitif του  χειροφιλήματος των  χειροφιλημάτων
Accusatif το  χειροφίλημα τα  χειροφιλήματα
Vocatif χειροφίλημα χειροφιλήματα

χειροφίλημα (khirofílima) \çi.ɾɔ.ˈfi.li.ma\ neutre

  1. Baisemain.