Étymologie

modifier
→ voir ψεύδω et -ής.

Adjectif

modifier
cas singulier
masculin féminin neutre
nominatif ψευδής ψευδής ψευδές
vocatif ψευδές ψευδές ψευδές
accusatif ψευδ ψευδ ψευδές
génitif ψευδοῦς ψευδοῦς ψευδοῦς
datif ψευδεῖ ψευδεῖ ψευδεῖ
cas duel
masculin féminin neutre
nominatif ψευδεῖ ψευδεῖ ψευδεῖ
vocatif ψευδεῖ ψευδεῖ ψευδεῖ
accusatif ψευδεῖ ψευδεῖ ψευδεῖ
génitif ψευδοῖν ψευδοῖν ψευδοῖν
datif ψευδοῖν ψευδοῖν ψευδοῖν
cas pluriel
masculin féminin neutre
nominatif ψευδεῖς ψευδεῖς ψευδ
vocatif ψευδεῖς ψευδεῖς ψευδ
accusatif ψευδεῖς ψευδεῖς ψευδ
génitif ψευδῶν ψευδῶν ψευδῶν
datif ψευδέσι(ν) ψευδέσι(ν) ψευδέσι(ν)

ψευδής, pseudếs *\pseu̯.ˈdɛːs\

  1. Faux, trompeur.

Antonymes

modifier

Références

modifier