ψευδώνυμος

Étymologie

modifier
Du grec ancien ψευδώνυμος, pseudônumos.

Adjectif

modifier
cas singulier
masculin féminin neutre
nominatif ψευδώνυμος ψευδώνυμη ψευδώνυμο
génitif ψευδώνυμου ψευδώνυμης ψευδώνυμου
accusatif ψευδώνυμο ψευδώνυμη ψευδώνυμο
vocatif ψευδώνυμε ψευδώνυμη ψευδώνυμο
cas pluriel
masculin féminin neutre
nominatif ψευδώνυμοι ψευδώνυμες ψευδώνυμα
génitif ψευδώνυμων ψευδώνυμων ψευδώνυμων
accusatif ψευδώνυμους ψευδώνυμες ψευδώνυμα
vocatif ψευδώνυμοι ψευδώνυμες ψευδώνυμα

ψευδώνυμος , psevdónimos \psɛv.ˈðɔ.ni.mɔs\

  1. Pseudonyme.

Étymologie

modifier
Mot composé de ψευδής, pseudếs (« faux »), ὄνομα, ónoma (« nom ») et -ος, -os.

Adjectif

modifier

ψευδώνυμος, pseudônumos *\pseu̯.dɔ̌ː.ny.mos\

  1. Pseudonyme, sous un faux nom.

Dérivés dans d’autres langues

modifier

Références

modifier